- μετουσιασιαστικός
- -ή, -ό (Α μετουσιαστικός, -ή, -όν)(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετουσιαστικάγραμμ. επίθετα που παράγονται από ουσιαστικά και τα οποία δηλώνουν την ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένα τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από αυτά («μάλλινο ύφασμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ουσιαστικό, ονοματικά παράγωγα λέξεων από ουσιαστικά («μετά τα ουσιαστικά»)πρβλ. μεταρρηματικά (τα)].
Dictionary of Greek. 2013.